- απορρίπτω
- κ. απορίχνω, κ. -ρίχτω (AM ἀπορρίπτω)1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, δεν εγκρίνω2. περιφρονώ κάποιον, αδιαφορώ για κάποιονμσν.- νεοελλ.αναθέτω τη φροντίδα κάποιου πράγματος σε κάποιοννεοελλ.Ι. (-ρίπτω) (για μαθητές και σπουδαστές) δεν προάγω σε ανώτερη τάξη ή δεν κάνω δεκτό σε εισιτήριες εξετάσειςII. (-ρίχνω)1. παθαίνω αποβολή, γεννώ πρόωρα2. (για λόγο ή μυστικό) εμπιστεύομαι, εκμυστηρεύομαιIII. (-ομαι)1. παραμελώ τον εαυτό μου2. απελπίζομαιμσν.εγκαταλείπω βρέφος, το αφήνω έκθετοαρχ.1. εξορίζω2. (για λόγο) ξεστομίζω3. αποκηρύσσω.
Dictionary of Greek. 2013.